- προσαπογράφω
- Α1. αναγράφω το όνομα κάποιου ακόμη ως κατηγορουμένου, ενάγω κάποιον ακόμη2. (το ενεργ. και το μέσ.) (ιδίως σχετικά με κατάλογο) καταγράφω επί πλέον («προσυπογράφονται πῶλοι γ», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀπογράφω «καταγράφω, καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.